Διαβάζω τις προτάσεις που κάνουν τα περισσότερα κόμματα (κοινοβουλευτικά και μη) και διαπιστώνω ότι έχουν εγκαταλείψει την μάχη για την ανάπτυξη και καταφεύγουν να προτείνουν κυρίως μικρο -ρυθμίσεις και αποσπασματικά μέτρα-ημίμετρα.
Είναι αποδεδειγμένο σε παγκόσμιο επίπεδο, ότι η ανάπτυξη ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων ξεκινάει από τις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες όμως για να πιάσουν τόπο θα πρέπει να αποδίδουν. Αλλιώς τα χρήματα (δανεικά), θα ξοδευτούν χωρίς αποτέλεσμα.
Επενδύοντας σε μη παραγωγικές δράσεις (και εκεί πάνε σήμερα πολλά από τα λίγα διαθέσιμα που υπάρχουν), μπορεί πρόσκαιρα να δημιουργηθεί κάποια κινητικότητα στην οικονομία, όμως θα είναι χωρίς ανταποδοτικό όφελος και τελικά θα μείνει το χρέος το οποίο θα αυξάνεται (όπως συνέβαινε και συμβαίνει).
Αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι το ΔΝΤ στις ετήσιες εκθέσεις του, θεωρεί ότι οι σωστά σχεδιασμένες δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές μπορούν να μειώσουν τα βάρη , αρκεί να μπορούν να ξεπληρωθούν από μόνες τους. Σύμφωνα με τις μελέτες του, κάθε 1 δολλάριο σε ένα σωστά σχεδιασμένο και υλοποιημένο πρόγραμμα, μπορεί να αποδώσει 3 δολάρια.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να αναλώνει τα ελάχιστα διαθέσιμα χρήματα σε λάθος πολιτικές και δεν έχει έναν ολοκληρωμένο στρατηγικό σχεδιασμό για επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές), δεν έχει δηλαδή αναπτύξει την ικανότητα κατεύθυνσης και αποτελεσματικής αξιοποίησης των λίγων (και γι΄αυτό πολύτιμων) διατιθέμενων πόρων.
Είναι αναγκαίο η επενδυτική στρατηγική να είναι στοχευμένη, ώστε οι δημόσιες επενδύσεις να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος στις παραγωγικές δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα, όχι μόνο λόγω βελτίωσης των υποδομών και των δυνατοτήτων, αλλά κυρίως λόγω των συνεργιών που μπορούν να πετύχουν προς όφελος της οικονομίας όλης της χώρας.
Η οιαδήποτε μάλιστα χρηματοδότηση νέων επενδύσεων,είναι προτιμότερο να προσφέρεται έμμεσα ως παροχή υποδομών, οι οποίες να βοηθούν όλη την οικονομία και τις άλλες υποστηρικτικές/ περιφερειακές επιχειρηματικές δράσεις.
Η κυβέρνηση οφείλει επίσης να κατανείμει τους διαθέσιμους πόρους σε σωστή ισορροπία μεταξύ δημόσιων επενδύσεων και ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ώστε αφενός να μην καθηλωθούν αλλά να επιβιώσουν οι παραγωγικές δραστηριότητες που άντεξαν στην λαίλαπα και αφετέρου να ενισχυθούν δραστηριότητες της παραγωγικής κυρίως οικονομίας που προσπαθούν να γεννηθούν και να είναι ανταγωνιστικές. Έτσι θα ευνοηθεί μία τάση εκσυγχρονισμού και μετασχηματισμού όλης της οικονομίας, μαζί του νέου και του παλιού.
Οι παλιές πρακτικές θα πρέπει να εγκαταλειφθούν, όπου οι δημόσιες επενδύσεις και οι επενδυτικός νόμοι χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον προς όφελος ενός παρασιτικού κρατικοδίαιτου «επιχειρηματικού» περιβάλλοντος είτε για κομματικό όφελος (δημόσια έργα εντυπωσιασμού, ασύνδετα με τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας).
Απαιτείται η λειτουργία με διαφάνεια ενός μηχανισμού σχεδιασμού και αξιολόγησης των δημόσιων επενδύσεων, που θα εξετάζει τις μελέτες για την ανταποδοτικότητα τους, τόσο ως προς το δημόσιο (άμεση και έμμεση) όσο και προς τα αποτελέσματα (πρωτογενή και δευτερογενή) στον ιδιωτικό τομέα. Η επιλογή οφείλει να γίνεται με κύριο κριτήριο την πολλαπλασιαστική επίπτωση της επένδυσης στο σύνολο της παραγωγικής οικονομίας, την ενίσχυση της εξωστρέφειας και την δημιουργία ποιοτικών και υψηλής εξειδίκευσης θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, λαμβάνοντας υπόψη και την απόδοση - περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Είναι πολιτική λειτουργία υψηλής ευθύνης για την κατεύθυνση της οικονομίας της χώρας, με μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό αποτέλεσμα τώρα και στο μέλλον. Αυτή η ευθύνη ανήκει εξ ολοκλήρου στη κυβέρνηση και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τους ιδιώτες, την η αγορά, τις επιχειρήσεις και το τραπεζικό σύστημα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το σχόλιό σας θα δημοσιευτεί μετά από έλεγχο. Υβριστικά ή συκοφαντικά σχόλια δε δημοσιεύονται.